-
1 αξίωμα
-
2 ιερατικός
-
3 ιερατικός
ιερατικός, -ή, -όсвященнический, духовный, относящийся к духовенству:ιερατική σχολή — духовная семинария, духовная школа
См. также в других словарях:
ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… … Dictionary of Greek
αρχιερέας — Εκείνος που έχει το αξίωμα του επισκόπου ή του μητροπολίτη ή του πατριάρχη. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άρχω και το ουσιαστικό ιερέας. Στην αρχαιότητα, α. ήταν τίτλος που απένεμαν αρχικά στους ιερείς και στις ιέρειες των σατραπειών του οίκου… … Dictionary of Greek
ιερατικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον ιερέα ή γενικά στον κλήρο: Ιερατικό αξίωμα. – Φοίτησε σε ιερατική σχολή. – Περιβλήθηκε το ιερατικό σχήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοϊερατεία — ἡ, Μ συμπάθεια για το ιερατικό αξίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἱερατεία «το αξίωμα τού ιερέα»] … Dictionary of Greek
αγχιστεύω — ἀγχιστεύω (Α) 1. βρίσκομαι κοντά ή πάρα πολύ κοντά σε κάποιον ή κάτι: «γῆ ἀγχιστεύουσα πόντῳ» (Ευρ. Τρωάδες, στίχ. 224) 2. είμαι ο νόμιμος κληρονόμος κάποιου που πέθανε, λόγω στενής συγγένειάς μου προς αυτόν 3. (στην ΠΔ) α) «ἀγχιστεύω τινά»,… … Dictionary of Greek
ακέλευστος — η, ο (Α ἀκέλευστος, ον) [κελεύω] αυτός που δεν έχει προσταχθεί, (μσν. νεοελλ.) εκείνος που δεν έχει κελευσθεί, δεν έχει χειροτονηθεί σε ιερατικό αξίωμα … Dictionary of Greek
απόπαπας — ο 1. παπάς που έχει αποβάλει το ιερατικό αξίωμα και σχήμα 2. κακός, ανάξιος ιερέας … Dictionary of Greek
δαδουχώ — (AM δᾳδουχῶ, έω) [δαδούχος] 1. κρατώ δάδα ή πυρσό σε πομπή 2. φωτίζω, καθοδηγώ με τα πνευματικά μου χαρίσματα, τις διδασκαλίες μου μσν. 1. φωτίζω («δᾳδουχεῑν ἀπήρξατο τὴν νύκτα σελήνης ή γλαυκόφωτος... σφαῑρα»). 2. διατηρώ αναμμένο αρχ. 1. έχω το … Dictionary of Greek
δαδούχος — ο (Α δᾳδοῡχος) 1. αυτός που κρατά δάδα, ο λαμπαδηφόρος 2. εκείνος που φωτίζει, καθοδηγεί τους άλλους («δᾳδοῡχοι τῆς σοφίας») αρχ. 1. ιερατικό αξίωμα τών Ελευσίνιων Μυστηρίων 2. ως επίθ. (για τον ήλιο) φωτοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δας (δαδός) + ούχος… … Dictionary of Greek
επαγοράζω — ἐπαγοράζω (Α) επιγρ. αγοράζω ιερατικό αξίωμα ή θέση που έμεινε κενή … Dictionary of Greek
επιπωλώ — ἐπιπωλῶ, έω (Α) [πωλώ] επιγρ. πουλώ το δικαίωμα διαδοχής σε ιερατικό αξίωμα … Dictionary of Greek